σφαγίτιδα

σφαγίτιδα
η / σφαγῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
ονομασία καθεμιάς από τις τέσσερεις μεγάλες φλέβες που υπάρχουν στο δεξιό και στο αριστερό πλάγιο τού λαιμού (α. «έξω σφαγίτιδα» β. «έσω σφαγίτιδα» γ. «οπίσθια σφαγίτιδα» δ. «πρόσθια σφαγίτιδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα -ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἀρθρ-ῖτις / αρθρ-ίτιδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • σφαγιτιδικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγίτιδα φλέβα (α. «σφαγιτιδικός βόθρος» β. «σφαγιτιδικό γάγγλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγίτιδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου] …   Dictionary of Greek

  • παρωτίδα — (Ανατ.). Είναι ο μεγαλύτερος από τους σιελογόνους αδένες και ονομάζεται έτσι εξαιτίας της γεντνίασής του με τον έξω ακουστικό πόρο. Βρίσκεται πίσω από τον ανιόντα κλάδο της κάτω γνάθου και έρχεται σε επαφή με μερικά γειτονικά όργανα, τα… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”